πλαστικός — fit for moulding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικός — ή, ό / πλαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] (κυρίως για ύλη) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσιμο και, κυρίως, αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να πλάθει ή να πλάθεται (α. «πλαστικές ύλες» τεχνολογικά υλικά που περιλαμβάνουν στη σύνθεσή τους ως … Dictionary of Greek
πλαστικά — πλαστικός fit for moulding neut nom/voc/acc pl πλαστικά̱ , πλαστικός fit for moulding fem nom/voc/acc dual πλαστικά̱ , πλαστικός fit for moulding fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικώτερον — πλαστικός fit for moulding adverbial comp πλαστικός fit for moulding masc acc comp sg πλαστικός fit for moulding neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικῶν — πλαστικός fit for moulding fem gen pl πλαστικός fit for moulding masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικόν — πλαστικός fit for moulding masc acc sg πλαστικός fit for moulding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικαί — πλαστικός fit for moulding fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικοῖς — πλαστικός fit for moulding masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικοί — πλαστικός fit for moulding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικούς — πλαστικός fit for moulding masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)